- ευαστήρ
- εὐαστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) [ευάζω]βλ. ευαστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐαστήρ — in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαστῆρα — εὐαστήρ in masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαστῆρες — εὐαστήρ in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαστῆρι — εὐαστήρ in masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάστειρα — εὐάστειρα, ἡ (Α) [ευαστήρ] θηλ. τού ευαστήρ* … Dictionary of Greek
ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… … Dictionary of Greek
συνεαυστήρ — ῆρος, ὁ, Α συνεορταστής στις βακχικές γιορτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐαστὴρ (< εὐάζω «βακχεύω»)] … Dictionary of Greek